- καραμπίνα
- (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον 17o αι. τοποθετούσαν τα φυσίγγια μέσα στον σωλήνα, χτυπώντας τα με στενό ξύλινο κόπανο. Γι’ αυτό κατασκεύαζαν τις κάνες των όπλων κοντές, ώστε να διευκολύνονται στη διαδικασία της τοποθέτησης των σφαιρών. Το 1837 έκανε την εμφάνισή της η αυλακωτή κ., που χρησιμοποιήθηκε από το πεζικό, ενώ στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η αμερικανική κ. M1 των 7,62 χιλιοστών με αυτόματη όπλιση. Η κ. αυτή είναι πολύ ελαφριά, διαθέτει γεμιστήρα των 15 φυσιγγίων και βεληνεκές 300 μ. Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο η βελτιωμένη αυτόματη κ. καθιερώθηκε στον εξοπλισμό πολλών στρατών, καθώς επίσης στον αθλητισμό και στο κυνήγι μεσαίου μεγέθους. Πιο γνωστή από αυτές είναι η κ. 22 Λονγκ Ράιφλ, που έχει διάμετρο 5,58 χιλιοστά και βεληνεκές 1.500-1.800 μ. Σε αυτόν τον τύπο χρησιμοποιούνται πολύ ισχυρά φυσίγγια, τα οποία μπορούν να ανατρέψουν αντικείμενα 20 έως 25 κιλών· θεωρείται κυρίως τύπος αθλητικού όπλου και χρησιμοποιείται στους Ολυμπιακούς αγώνες.
* * *η1. φορητό όπλο βραχύτερο και ελαφρότερο από το τουφέκι, αλλ. αραβίδα2. μτφ. για πρόσ.) αμαθής, απαίδευτος3. (για μαθητές) αμελέστατος, ανεπίδεκτος μαθήσεως4. (για χαρτοπαίκτες) συντηρητικός και επιφυλακτικός παίκτης, ύπουλος, που ενεδρεύει, καραδοκεί5. φρ. «είναι παλιά καραμπίνα» — είναι πολύπειρος, έχει δει πολλά στη ζωή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carabina].
Dictionary of Greek. 2013.